διειρωνόξενος

διειρωνόξενος
διειρωνόξενος, ον, ([etym.] εἴρων)
A dissembling with one's guests, treacherous under the mask of hospitality, Ar.Pax623.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διειρωνόξενος — διειρωνόξενος, ον (Α) αυτός που εξαπατά τους ξένους με την ειρωνεία και την υποκρισία του …   Dictionary of Greek

  • διειρωνόξενοι — διειρωνόξενος dissembling with one s guests masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”